Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Ο πόλεμος της μνήμης, στη Χώρα της Κρίσης και των μύθων. Α΄ Μέρος



Άρθρο Γνώμης του Γεώργιου Βασιλάκη Οικονομολόγου ΕΚΠΑ (με εξειδίκευση στην Οικονομική Ιστορία)
Αθήνα 19/11/2017

(*)Ένα δάκρυ για τον αδικοχαμένο Κύπριο φοιτητή Ιάκωβο Κουμή και τη Σταματίνα Κανελλοπούλου (1980). Δολοφονήθηκαν την επέτειο του Πολυτεχνείου, από δυνάμεις της αστυνομίας, οι ένοχοι κυκλοφορούν Ελεύθεροι.

Αφορμή για το σημερινό μου άρθρο, είναι η συνέντευξη ενός πολιτικού, του Ιωάννη Βαρβιτσιώτη, σε μια Αθηναϊκή εφημερίδα σήμερα.
Μιλούσε λοιπόν, για την σχέση που είχε ο πατέρας του, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, με τον κατοχικό πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη, στη δίκη των δοσιλόγων ήταν δικηγόρος του. Εκεί λοιπόν, ανάγεται η σχέση των δύο, Γεωργίου Ράλλη και Ιωάννη Βαρβιτσιώτη, τέκνα, ο πρώτος του προδότη και ο δεύτερος υπερασπιστής του προδότη.
Ω του θαύματος, λοιπόν πέθανε ο πατέρας του (13/07/1960) και τον φώναξε ο Καραμανλής στις εκλογές της βίας και της νοθείας του 1961, για να κατέβει βουλευτής στη Β΄ Περιφέρεια Αθηνών και το όνομα αυτού, Ιωάννης Βαρβιτσιώτης. Νοσταλγία δήλωνε, για αυτές τις στιγμές.
Ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης (1897 - 12 Ιουλίου 1960), ήταν Έλληνας νομικός και πολιτικός, καταγόταν από τη Λακωνία και ήταν μέλος παλιάς πολιτικής οικογένειας. Σπούδασε νομικά και ιδιώτευσε ως δικηγόρος. Από το 1921 ως το 1922, υπηρέτησε ως υποδιοικητής της Ανατολικής Θράκης. Υπήρξε δικηγόρος του Ιωάννη Ράλλη, πρωθυπουργού επί κατοχής, τον οποίο υπερασπίστηκε στο δικαστήριο, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ήταν επίσης μέλος της Επιτροπής, για την Αναθεώρηση του Συντάγματος. Την περίοδο 1946 – 1950, υπήρξε βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος. Απεβίωσε στην Αθήνα και κηδεύτηκε στις 13 Ιουλίου 1960.
Η σύντομη βιογραφία ενός, ας εκτιμήσει η ιστορία, τι ήταν.
Για δε τον εγγονό Μιλτιάδη, βουλευτή της ΝΔ, «είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάποιου να καίει τη σημαία». Φροντίζει μόνος του, να αποδεικνύει τα λεγόμενα μου. Κάποια στιγμή λοιπόν, συνδυάζεις τις φιλοφρονήσεις του Παπάγου το 1952, για το νεοαφιχθέντα επικεφαλή της Αντιπροσωπείας της ΟΔΓ, Βαρώνο Γκρούντχερ, που έφυγε άρον-άρον, ως «τέως αξιωματικός της Βέρμαχτ, του καλύτερου στρατού του κόσμου» και προχωρείς με το παρελθόν Καραμανλή και τη στάση του, στο θέμα Μέρτεν.
Αλήθεια, τι έκανε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν το 1957 ο γνωστός Μέρτεν, συνελήφθη και καταδικάστηκε στις 05/03/1959, σε 25 χρόνια φυλάκιση για εγκλήματα πολέμου. Υποσχέθηκε, ότι σε κανένα εξάμηνο θα έστελνε πίσω στη Γερμανία τον εγκληματία, όπως και έγινε.

Κοιτάξτε λοιπόν το χρονικό. Η δίωξη Γερμανών, που ήταν υπεύθυνοι για σκληρά αντίποινα και απάνθρωπα εγκλήματα, απέναντι στον ελληνικό λαό κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα κεφάλαια της ιστορίας, της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Οι ένοχοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν τιμωρήθηκαν για τις πράξεις τους. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, έγινε σαφής η επιθυμία, τόσο από την διάδοχο του Γ΄ Ράιχ, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, όσο και από την Ελλάδα, να ρυθμιστεί το ζήτημα των εγκληματιών πολέμου, προς όφελος των διμερών σχέσεων.
Οι δύο πλευρές, ωστόσο, διαφωνούσαν στον τρόπο. Η Αθήνα, δεχόταν να παραπέμψει τις υποθέσεις στις γερμανικές αρχές, με την προϋπόθεση, ότι η γερμανική Δικαιοσύνη θα επιλαμβανόταν του θέματος. Από την πλευρά της η Βόννη, προτιμούσε να κλείσει το ζήτημα οριστικά με πολιτική απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, χωρίς δικαστικές διαδικασίες.
Το 1952 (με τον νόμο 2058), η ελληνική Δικαιοσύνη, είχε ήδη στείλει περίπου διακόσιες σχετικές υποθέσεις στις γερμανικές αρχές για περαιτέρω δίωξη και της απέμεναν τότε, ακόμα περίπου εξακόσιες υποθέσεις εγκληματιών πολέμου.
Τον Δεκέμβριο του 1954 η Αθήνα, πρότεινε να παραπέμψει ακόμα 250 υποθέσεις, όμως η Βόννη, που ήθελε να κλείσει το ζήτημα χωρίς δικές της ενέργειες, απέρριψε την πρόταση με το επιχείρημα, ότι η υλοποίηση της ελληνικής πρότασης, όχι μόνο θα επιβάρυνε σημαντικά τη γερμανική Δικαιοσύνη, αλλά θα προκαλούσε και τη δημοσιότητα.
Στις διμερείς διαπραγματεύσεις του Ιουνίου του 1956, η Γερμανία ζήτησε να αναβληθούν προσωρινά οι διώξεις κατά των εγκληματιών πολέμου, από τις ελληνικές αρχές, προκειμένου να προετοιμαστεί η γερμανική Δικαιοσύνη, για να ρυθμίσει το θέμα.

Από τη σύλληψη στην καταδίκη και την έκδοση
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση όμως, δεν προχώρησε την υπόθεση –παρά το γεγονός ότι η ελληνική πλευρά, είχε κάνει σαφές, ότι επιθυμούσε μια άμεση δίκαιη λύση– και η αναβολή των διώξεων εκ μέρους των ελληνικών αρχών, που είχε συμφωνηθεί το 1956, έληξε.
Έτσι, την άνοιξη του 1957, συνελήφθη ο δικηγόρος Μαξ Μέρτεν κατά τη διάρκεια ιδιωτικού ταξιδιού του στην Ελλάδα, κατηγορούμενος για συμμετοχή στη μεταφορά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και την κλοπή των περιουσιών τους, την εποχή που ο ίδιος ήταν αξιωματικός, στην Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Θεσσαλονίκης.
Η περίφημη υπόθεση Μέρτεν, επιβάρυνε σημαντικά τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Στον ελληνικό Τύπο ξύπνησαν τα φαντάσματα της γερμανικής κατοχής και ξαναεμφανίστηκαν αντιγερμανικά αισθήματα, που πολλοί νόμιζαν, ότι είχαν ξεπεραστεί.
Από τη μια πλευρά επρόκειτο για ένα ζήτημα εγκλημάτων πολέμου και το πώς αντιμετωπίζει κανείς το ιστορικό τραύμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από την άλλη, η υπενθύμιση εκ μέρους της Αθήνας του ανοιχτού ζητήματος των εγκληματιών πολέμου, με τη σύλληψη και φυλάκιση του Μέρτεν και η έκταση που δόθηκε στην υπόθεση, έγινε και στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης από την Αθήνα οικονομικής δυτικογερμανικής βοήθειας.
Η επίσκεψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη Βόννη, ενάμιση χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του 1958, που έφερε για την ελληνική κυβέρνηση πολλαπλά οικονομικά οφέλη (δάνειο 200 εκατομμυρίων μάρκων και περαιτέρω τεχνική βοήθεια για έργα υποδομής), όχι μόνο έδειξε ότι οι δύο χώρες εναρμονίζονταν σε επίπεδο ιδεολογικοπολιτικό, αλλά εγκαινίασε μια νέα φάση στις διμερείς σχέσεις, ακριβώς γιατί έβαλε επισήμως τελεία, στο ζήτημα της δίωξης εγκληματιών πολέμου και κατ’ επέκταση στην υπόθεση Μέρτεν.
Για να λάβει σημαντική οικονομική ενίσχυση, ο Έλληνας πρωθυπουργός υποσχέθηκε, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, την παραίτηση της ελληνικής πλευράς από τη δίωξη εγκληματιών πολέμου, παραχωρώντας τη δυνατότητα αυτή, στις γερμανικές υπηρεσίες και δύο μήνες αργότερα, πέρασε τον σχετικό νόμο (4016) στην ελληνική Βουλή, παρά τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης.
Ο Μέρτεν, που βρισκόταν έγκλειστος στις ελληνικές φυλακές, εξαιρέθηκε από αυτήν τη ρύθμιση, για να αποφευχθεί αναταραχή στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, μετά και τη δημοσιότητα που είχε λάβει η σύλληψη και φυλάκισή του. Η δίκη του από ελληνικό δικαστήριο ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1959 και τελικά καταδικάστηκε σε 25 έτη φυλάκιση. Στα τέλη του καλοκαιριού του ίδιου έτους ο Καραμανλής διαβεβαίωνε τον ομοσπονδιακό υπουργό Οικονομίας, Λούντβιχ Ερχαρτ, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του τελευταίου στην Αθήνα, ότι η ελληνική κυβέρνηση περίμενε τον κατάλληλο για την ψυχολογία της κοινής γνώμης χρόνο, προκειμένου να εκδώσει τον Μέρτεν στη Γερμανία.
Στις αρχές Νοεμβρίου 1959, έπειτα από φυλάκιση τριάντα μηνών στην Ελλάδα, ο Μέρτεν παραπέμφθηκε στη γερμανική Δικαιοσύνη και ύστερα από έντεκα ημέρες ανάκριση, αφέθηκε ελεύθερος.
Οι δικαστικές διαδικασίες συνεχίστηκαν και ανεστάλησαν, έπειτα από επτά χρόνια ως «άκαρπες», παρά την παραγωγή δεκαπέντε μεγάλων φακέλων χιλιάδων σελίδων.
Εκδίκηση με σειρά δημοσιευμάτων
Συνεχίζεται…..






Ο Γεώργιος Βασιλάκης είναι Οικονομολόγος ΕΚΠΑ - Φοροτεχνικός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου