Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Η συγνώμη (1ο Μέρος)


Χρονογράφημα της Φωτεινής Μπόχτη



Όταν έφτασε η δεκαετία του 60 στην Ελλάδα, η χώρα είχε τα χάλια της.
Δημόσιοι δρόμοι της πλάκας, λακκούβες παντού, αυτοκίνητα λίγα και σαραβαλιασμένα.

Η ΔΕΗ δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνιση της παρά μόνο στις μεγάλες πόλεις κάπως, τα χωριά δεν είχαν ιδέα τι είναι αυτό που το έλεγαν «ρεύμα» .
Όλοι στους φούρνους με ξύλα έψηναν, στις σόμπες με ξύλα ζεσταίνονταν και εκεί μαγείρευαν κιόλας, - κάποιοι και στα τζάκια - και φωτίζονταν - όταν έφευγε ο ήλιος -για καμιά ωρίτσα με τις λάμπες πετρελαίου.

Για νερό μέσα στα σπίτια δεν συζητάμε, οι δημόσιες βρύσες, τα πηγάδια και οι βαρέλες ας είναι καλά.
Οι φτωχές υπηρετριούλες, που έφευγαν από τα χωριά να πάνε στα πλουσιόσπιτα της πόλης, έμειναν άφωνες από την τεράστια πολυτέλεια.

Μέχρι βραστά νερά τρέχουν θείτσα Λάμπρω από κάτι σουλήνες, έλεγαν με μάτια τεράστια όταν γύριζαν πίσω στα χωριά τους.
Τα'λεγαν αυτές αλλά σιγά ποιός τις πίστευε.

Από που έρχονταν τα νερά και ποιός τα έβραζε, δεν ντρέπεται το παλιοκόριτσο να αναμπαίζει γριά γυναίκα !
Μπορεί να βγαίνουν από την γης, έλεγε ο Θωμάς στο καφενείο .
Δεν έχετε δει κάτι ζεστά νερά που μυρίζουν και σαν κλούβιο αυγό που βγαίνουν στο χωράφι του Σήφη ! ;

Άσε μας κάτω, σκέφτονταν οι χωριάτες .
Καταρχήν δεν είχε μπει κανένας ποτέ στο χωράφι του Σήφη, την κράταγε ο άτιμος πολύ σταθερά την καραμπίνα όταν παραμόνευε πίσω από την συκιά, άντε να μπεις εσύ τότε .

Κι ύστερα τι ζεστά νερά και τρίχες, γίνονται αυτά τα πράγματα!
Ψυχολογικά ο πληθυσμός είχε τα χάλια του .
Οι Γερμανοί τους είχαν ρημάξει, κάθε σπίτι είχε τις απώλειες του είτε σε νεκρούς σε τραυματίες ή σε τρελούς που γυρνούσαν σαλεμένοι και σβαρνιάρηδες.

Ο εμφύλιος ύστερα, είχε αποτελειώσει τα πάντα.
Οικογένειες ολόκληρες, στέκονταν απέναντι η μία στην άλλη, αδέλφια σκοτώνονταν για τα πολιτικά, δράματα και δυσκολίες, σε όλη την χώρα.
Οι περισσότεροι ήταν σαν σκιές, οι γυναίκες αδύνατες και ισχνές έτοιμες να λάβουν μέρος στο GNTM ( δεν το έχω δει ποτέ, δεν ξέρω πώς στο καλό γράφεται) .

Και μέσα σε αυτόν τον χαμό, η ζωή συνεχίζεται.
Θέλεις να φας, να ντυθείς, να ζήσεις.

Είσαι 35 χρονών, είσαι 40, σε βρήκε ο πόλεμος και πάλεψες με τον θάνατο 20 άθλια χρόνια, επέζησες και θες να ζήσεις.

Οι περισσότεροι από τα χωριά μας στην Ήπειρο, έκαναν την καρδιά τους πέτρα και έφυγαν για την Γερμανία.

Συνεχίζεται…









Φωτεινή Μπόχτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου