του Ιωάννη Μαλτέζου
10.03΄33΄΄5/1/2018
Μία γυναῖκα κάθονταν, ἐκεῖ στό Ἅγιο Δῖον
καί μές τά χέρια κράταγε, σά νἄτανε μωρά της,
ἀρχαῖα σκόρπια μάρμαρα καί θραύσματα ἀγγείων
Καί κεῖνα τῆς μιλάγανε, μέ γλῶσσα Ἑλληνίδα,
στήν γλῶσσα πού κι οἱ Ἄγγελοι κι αὐτοί συνομιλοῦνε,
ὅτ’ εἶναι κληρονόμημα, δική τους καί πατρίδα,
ἔχουν αὐτά τά χώματα, πού ζοῦν καί ἀγαποῦνε.
Τήν εἶδα καί τήν ρώτησα, μέ δέος κι ἀπορία,
ποιά νἆναι καί τί γύρευε, δῶ στήν Μακεδονία
κι αὐτή ρητά μ’ ἀνέφερε, πώς εἶν’ ἡ Ἱστορία
καί πώς τρώει τά σπλάχνα της, σκοτάδι κι ἀγωνία.
Γιατί ξανά οἱ βάρβαροι, χτυπᾶνε τήν Ἑλλάδα,
μέ φθόνο μίσους ὕπουλο καί θέν’ νά τῆς ἁρπάξουν,
τώρα τόν Μέγ’ Ἀλέξανδρο κι Ὀδύσσεια κι Ἰλιάδα,
θά θέλουν ἴδια αὔριο, νά τίς παραχαράξουν
κι αὐτές βλέπεις ἀντίστοιχα κι ἀναζητᾶ μ’ ὀδύνη,
μές τήν ψυχή τοῦ Ἕλληνα, τήν ρήση τήν ἀρχαῖα,
«ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ» πού ἔλεγε καί κειά τήν Ρωμηοσύνη,
πού πάλευε τόν Βάρβαρο κι ἀντρίκεια καί γενναῖα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου