Ποίημα Ιωάννου Μαλτέζου
08.26΄27΄΄10/3/2022
Κοίτα
τά μάτια πού ‘πλασε, ὁ Κύριος τῆς Κτίσης
κι ἄν
σοῦ βαστᾶ καί τό μπορεῖς, μήν κλάψεις μήν δακρύσεις,
σάν βλέπεις
τό παράπονο καί τό βουβό τό κλᾶμα,
πώς προσπερνᾶ κανείς χωρίς, νά πορευτεῖ ἀντάμα;
Τό κάθε
δάκρυ πού ‘πεσε καί πότισε τήν γῆ μας,
πικρό
ἀπό μικρά παιδιά, αἰώνια ντροπή μας….
Πώς νά
σταθεῖς ἀπέναντι, ‘πό τόσο ἀθῶο θρῆνο,
ποιά
ἀσυγκίνητη καρδιά, δέν νοιώθει τόν καρκῖνο,
τῆς κόλασης
π’ ἁπλώνεται καί ὅλους μᾶς σκεπάζει,
τί δίκιο
νἄχεις γιά αὐτόν, τόν πόνο πού σπαράζει….
Κοιτῶ
αὐτόν τόν Ἄγγελο, πού κόψαν τά φτερά του,
τά δίκια
κάποιων ἰσχυρῶν κι ὅλα τά ὄνειρά του,
παραπατοῦν
στά πόδια του, μαζί μέ τό κορμί του,
τό παιδικό
πού προχωρᾶ, δίχως κανείς μαζί του,
ἡ μάνα,
ὁ πατέρας του, κάποιος νά τό κρατάει,
ἀπό τό
χέρι πού βαστά, τήν θλίψη πού τόν πάει,
στό ἄγνωστο
μονάχο του καί τό καυτό του δάκρυ,
παράπονο
πάνω στήν γῆ, ἀπ’ ἄκρη της ὡς ἄκρη,
στά βήματά
του σέρνεται, στήν μαύρη του ὀρφάνεια
καί γίνεται
πόνου κραυγή, πού στέλν’ ἡ γῆ στά Οὐράνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου