Ποίημα του Ιωαν. Μαλτέζου
Τό φῶς λιακάδας ἔπαιζε, μέ νότες μελωδίας,
σάν λύρα πού τήν χάιδευαν, τ’ Ἀπόλλωνα τά χέρια
καί παίζοντας στραφτάλιαζε καί γίνονταν μανδύας,
στά κύματα τῆς θάλασσας καί μύρια φῶς… ἀστέρια….
κι ἀπέναντι τ’ ὁρίζοντα, μιά Νύμφη τοῦ πελάγους,
θαρρεῖς καί τήν νανούριζαν, νεράιδες καί θρύλοι
καί μοιάζαν ὅσους ἄγγιξε, σάν κειούς τούς Λωτοφάγους,
πού ὅτι ζῆσαν ξέχναγαν κι ἡ σκέψη της καντῆλι,
στόν νοῦ τους καί στά μάτια τους, τρελλά φεγγοβολοῦσε
καί μόνον κείνην σκέφτονταν κι ἄλλο δέν πεθυμοῦσαν,
παρά μόνον τήν ρότα της κι ὅπου τούς ὁδηγοῦσε…
ὅτι ἄλλον πλέον ἔρωτα, δέν ξέραν δέν ζητοῦσαν….
Καί μιά ἀνάσα ἔρχονταν, ἀπό τά Δαρδανέλια,
π’ Ἁγιά Σοφιᾶς κουβάλαγε, τούς ἤχους τίς καμπάνες
κι ἀκούγονταν σάν πρόσεχες καί ὕμνοι καί Βαγγέλια
κι ἀρχαῖοι θρύλοι ἔνδοξοι, θριάμβοι καί παιάνες…
κι ἕνας γαλάζιος Ἄγγελος, μιά μπλέ θαλάσσια κόρη,
κεντοῦσε μέ τούς ἄνεμους καί βήματα ξυπόλτα,
τοῦ Φεγγαριοῦ τά ὄνειρα, στῆς μέρας τ’ ἀνηφόρι,
π’ ἔτσι κι ἀλλιῶς σεργιάνιζε, πάντα σ’ αὐτοῦ τήν βόλτα…
καί στούς γυμνούς τούς ὥμους της, ἐπάνω ἦταν ριγμένο
ἀνέμελα κι ἀνέμιζε, ἕνα μυστήριο σάλι
χιλιάδων χρόνων διάφανο, πού τόχαν στολισμένο,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου